κόλλυβος — small coin masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλλυβο — το (AM κόλλυβον) στον πληθ. τα κόλλυβα βρασμένο σιτάρι, ανάμικτο με ζάχαρη, σταφίδες, αλεύρι, ρόδι και άλλα αρτύματα, το οποίο, σύμφωνα με τη χριστιανική συνήθεια, φέρεται στην εκκλησία κατά την τέλεση μνημοσύνου αρχ. 1. νόμισμα μικρής αξίας,… … Dictionary of Greek
κολλύβοις — κόλλυβον small coin neut dat pl κόλλυβος small coin masc dat pl κόλλυβος small coin neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλύβων — κόλλυβον small coin neut gen pl κόλλυβος small coin masc gen pl κόλλυβος small coin neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ASPER — I. ASPER Consul Roman. Ariovindi collega. II. ASPER monetae genus, inprimis Graecis recentioribus, qui Aspros vel Aspra eos appellant, non eô sensu, quô apud Suetonium in Nerone, c. 44. Aurum obryzum et nummum asperum ingenti fastidiô exegit. Hîc … Hofmann J. Lexicon universale
ASPRATURA — Graece κόλλυβος, in Gloss. Negotiatio Argentariorum seu ipsa permutatio, Car. du Frensne Glossar. Vide Salmas. de Usuris p. 454. 49 … Hofmann J. Lexicon universale
ακολλύβιστος — ἀκολλύβιστος, ον (Α) αυτός για τον οποίο δεν έχει προκαθορισθεί τόκος ή αντάλλαγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ + *κολλυβίζω < κόλλυβος «μικρό νόμισμα»] … Dictionary of Greek
κίκκαβος — κίκκαβος, ὁ (Α) 1. ονομασία μικρού νομίσματος πολύ μικρής αξίας, το οποίο χρησιμοποιούσαν στον Άδη, κατά τον Πολυκράτη 2. κίμβιξ*, φιλάργυρος («κίμβικας καί κικκάβους τοὺς αἰσχρούς», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική γλωσσοπλασία τού Φερεκράτη από τη λ.… … Dictionary of Greek
κατακολλυβίζω — (Α) μετατρέπω νομίσματα σε άλλα ίσης συνολικής αξίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κολλυβίζω (< κόλλυβος «μικρό νόμισμα»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] … Dictionary of Greek
κολλυβία — η βοτ. (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων με σκληρό πόδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. collybia < κόλλυβος, ὁ «μικρό νόμισμα» + ia] … Dictionary of Greek